- σουρβιά
- [сурвьа] οοσ. Θ. рябина
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
σουρβιά — Κοινό όνομα με το οποίο είναι γνωστό κυρίως το φυτό σόρβος ο ήμερος, αλλά και μερικά ακόμα είδη του γένους σόρβος, που υπάγεται στην οικογένεια των Ροδιδών (δικοτυλήδονα). Πρόκαται για δεντρύλλια ή μεγάλους θάμνους, που παράγουν κανονικά άνθη με… … Dictionary of Greek
σορβιά — και σουρβιά, και, λογ. τ. σορβία, η Ν [σόρβος] βλ. σουρβιά … Dictionary of Greek
σόρβο — Φυτό της υποοικογένειας των πομοειδών ή μηλοειδών της οικογένειας των Ροδιδών, που φτάνει σε ύψος 10 15 μ. Λέγεται και σόρβος ή σουρβιά. Οι καρποί του τρώγονται. Προέρχεται από την Ασία, απ’ όπου μεταφέρθηκε στην Ευρώπη και σήμερα το συναντούμε… … Dictionary of Greek
σκαρούπα — και σκαρουπιά και σκαρουχιά, η, Ν βοτ. η σουρβιά … Dictionary of Greek
σουρβάκα — η, Ν [σουρβιά] κλαδί σουρβιάς … Dictionary of Greek
σόρβος — ο, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια ροδίδες τής τάξης ροδώδη, με 90 περίπου είδη, από τα οποία 7 απαντούν και στην Ελλάδα και είναι γνωστά με την κοινή ονομασία σουρβιά ή σορβιά και με τη λόγια ονομασία σορβία … Dictionary of Greek
όα — (I) η (Α ὄα και ὄη και οἴα και οἴη και οὔα) λόγια ονομασία φυτού που σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση ανήκει στο γένος sorbus και τού οποίου γνωστότερο είδος είναι το δέντρο όα η ήμερος, η κοινώς γνωστή σουρβιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Ονομασία φυτού αβέβαιης… … Dictionary of Greek
Κατσιρέλος, Παναγιώτης — (Σμύρνη 1915 –). Τυπογράφος και λογοτέχνης. Έλαβε μέρος στην Εθνική Αντίσταση της περιόδου 1941 44. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής εξέδιδε την εφημερίδα Αναγέννηση και από το 1951 το περιοδικό Πορεία. Είναι μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών.… … Dictionary of Greek
μηλοειδή ή πομοειδή — Μια από τις υποοικογένειες της οικογένειας των Ροδιδών στην οποία υπάγονται δέντρα περισσότερο ή λιγότερο μεγάλα (αχλαδιά, μηλιά, κυδωνιά, μουσμουλιά, σουρβιά), ή θάμνοι, περισσότερο ή λιγότερο τουφωτοί (κράταιγος, κυδωνίαστρο κλπ.). Συχνά… … Dictionary of Greek
Ροδίδες — Οικογένεια δικοτυλήδονων φυτών, η οποία περιλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος των οπωροφόρων δέντρων, που κατατάσσονται στις δυο υποοικογένειες των προυνοειδών (αμυγδαλιά, ροδακινιά, βερικοκιά, κερασιά, δαμασκηνιά) και των πομοειδών ή μηλοειδών… … Dictionary of Greek